θετος

θετος
    θετός
    3
    [adj. verb. к τίθημι См. τιθημι]
    1) установленный, укрепленный
    

(φάσμα εὔσημον Eur.)

    2) имеющий определенное положение в пространстве
    

(μονάς Arst.)

    3) сложный, составной, по друг. дополненный
    

(οὐσία Arst.)

    4) принятый в семью, усыновленный
    

(υἱός Pind.)

    θετὸν παῖδα ποιεῖσθαι Her., Plat. — усыновить ребенка;
    θ. γενέσθαι τινί Plut. — быть усыновленным кем-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θετος" в других словарях:

  • θετός — placed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετός — ή, ό (ΑΜ θετός, ή, όν) [τίθημι] 1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη») 2. φρ. α) «θετός πατέρας» αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιον β) «θετή μητέρα» αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιον μσν. το αρσ. ως ουσ. ο θετός το υιοθετημένο αγόρι μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • θετός — ή, ό 1. τοποθετημένος, βαλμένος. 2. υιοθετημένος: Θετός γιος. – Θετή κόρη. 3. «θετοί γονείς», όχι φυσικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θετά — θετός placed neut nom/voc/acc pl θετά̱ , θετός placed fem nom/voc/acc dual θετά̱ , θετός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετόν — θετός placed masc acc sg θετός placed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοῖς — θετός placed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοί — θετός placed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετοῦ — θετός placed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετούς — θετός placed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετῇ — θετός placed fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετή — θετός placed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»